Karen$42046$ - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Karen$42046$ - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Karen (TV comedy); Karen (TV series); Karen (fictional character); Karen (character); Karen (disambiguation); Karen (TV film)

Karen      
n. Karen (nombre personal; grupo de pueblos de Burma y su lenguaje)
Pete Townshend         
  • Townshend leaping into air in concert
  • Faces]] musician, [[Ian McLagan]] in 2007
  • Townshend in concert, 2008
  • Townshend playing a Fender [[Eric Clapton Signature Stratocaster]]
  • Townshend's "windmill" technique
  • Ludwigshafen, Germany]] on 12 April 1967
  • Townshend performing in Hamburg, Germany in August 1972
BRITISH MUSICIAN
Peter Townshend; Karen Townshend; Peter Dennis Blandford Townshend; Pete Townshend (band); Aminta Townshend; Bijou Drains; Floss (musical); Karen Astley; Pete townshend; Peter townshend
Pete Townshend (nacido en 1945), músico de rock and roll británico, cantante y compositor de la banda de rock "The Who"
take a nap         
2020 ALBUM BY YVIE ODDLY
Gigging (song); Watermelon Bubblegum; Sick Bitch; Garbage Juice; Drag Trap (song); Karen (song); Karen (Yvie Oddly song); Grind Me; Take a Nap; Hype (Yvie Oddly song); Chicken Dinner (song)
tomarse una siesta, tomar un descanso

Ορισμός

Karen
[k?'r?n]
¦ noun (plural same or Karens)
1. a member of a people of eastern Burma (Myanmar) and western Thailand.
2. the Sino-Tibetan language of the Karen.
Origin
from Burmese ka-reng 'wild unclean man'.

Βικιπαίδεια

Karen

Karen may refer to:

  • Karen (name), a given name and surname
  • Karen (slang), a term and meme for a demanding woman displaying certain behaviors